- καζαντζής
- ο медник, котельщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καζαντζής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. & 2. Δημήτριος και Ιωάννης. Πήραν μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν. 3. Λάμπρος. Συμμετείχε στην πολιορκία της Ακρόπολης και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης … Dictionary of Greek
καζαντζής — ο ο λεβητοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καζαντζής, Κωνσταντίνος — (Ιωάννινα 1864 – Κέρκυρα 1927).Λόγιος και πολιτικός. Αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία σχολή και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο και στο Βερολίνο, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας. Μετά την… … Dictionary of Greek
Καζαντζής, Τόλης — (Θεσσαλονίκη 1938 –). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε τα διηγήματα Η κυρά Λισάβετ, Η παρέλαση,… … Dictionary of Greek
cazan — CAZÁN, cazane, s.n. 1. Vas mare de metal, de formă cilindrică sau tronconică, deschis, care serveşte, în gospodărie sau în tehnică, la încălzit sau la fiert. 2. Rezervor metalic în care se poate introduce apă pentru a fi încălzită (şi… … Dicționar Român